αγλαφάζω

αγλαφάζω
και αγλαθάζω
1. καθαρίζω αυλάκι ή οχετό για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα
2. κοιλαίνω κάτι με σκάψιμο, βαθουλώνω
3. αφήνω το νερό να περάσει καθαρίζοντας το αυλάκι, τού «δίνω δρόμο»
4. ερευνώ λεπτομερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. γλάφυ (= κοίλωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”